- δοκίμους
- δόκιμοςacceptablemasc/fem acc plδοκιμόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δοκίμους — Δόκιμος acceptable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
ASPER — I. ASPER Consul Roman. Ariovindi collega. II. ASPER monetae genus, inprimis Graecis recentioribus, qui Aspros vel Aspra eos appellant, non eô sensu, quô apud Suetonium in Nerone, c. 44. Aurum obryzum et nummum asperum ingenti fastidiô exegit. Hîc … Hofmann J. Lexicon universale
αδόκιμος — η, ο (Α ἀδόκιμος, ον) [δόκιμος] μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος νεοελλ. «αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς «αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται αρχ.… … Dictionary of Greek
διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… … Dictionary of Greek
ηδέ — ἠδέ (Α) (σύνδ.) 1. και 2. (συνήθως σε αντιστοιχία και συσχετισμό με προηγούμενο ἠμέν) «ἠμέν... ἠδέ» και... και 3. (συχνά προηγείται το τε) «τε... ἠδέ» και... καί («σκῆπτρον τ ἠδὲ θέμιστας», Ομ. Ιλ.) 4. «ἠδὲ καί» και επίσης 5. «μέν... ἠδέ» και 6.… … Dictionary of Greek
καλοκάγαθος — η, ο (Α καλοκἄγαθος, Μ καλοκάγαθος, ον) νεοελλ. μσν. γεμάτος καλοσύνη και αγαθότητα αρχ. (στους δόκιμους συγγραφείς πάντοτε χωριστά καλός καγαθός, μόνο στον Πολυδ. ενωμένα σε μία λέξη) 1. ευπατρίδης, επιφανής άνδρας 2. τέλειος άνθρωπος, με όλα τα … Dictionary of Greek